Ανώτατο Σοβιέτ

Ανώτατο Σοβιέτ
Ήταν το σοβιετικό κοινοβούλιο, ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μοναδικό νομοθετικό σώμα. Διέθετε δύο βουλές, το Σοβιέτ της Ένωσης, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνικότητα, και το Σοβιέτ των Εθνοτήτων, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τις ομόσπονδες δημοκρατίες, τις αυτόνομες περιοχές και τις εθνικές περιφέρειες. Το Α.Σ. εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία για πέντε χρόνια και ασκούσε όλες τις εξουσίες που δεν υπάγονταν στην αρμοδιότητα του προεδρείου (Πρεζίντιουμ) του Α.Σ. του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ (το ανώτατο διοικητικό και εκτελεστικό όργανο κατά τη διάρκεια κοινής συνεδρίασης των δύο βουλών) ή και άλλων οργάνων που λογοδοτούσαν στο Α.Σ. Το Α.Σ. καθόριζε τις βασικές γραμμές της εξωτερικής πολιτικής, όπως επίσης και για τα σοβαρότερα κοινωνικά, πολιτιστικά, διοικητικά και οικονομικά ζητήματα, και ασκούσε έλεγχο στη δραστηριότητα του κρατικού μηχανισμού. Οι δύο βουλές του κοινοβουλίου ήταν ισοδύναμες από άποψη εξουσίας. Ασκούσαν και οι δύο νομοθετική εξουσία· σε περίπτωση διαφωνίας αναλάμβανε μια συμβιβαστική επιτροπή από τα δύο σώματα να επανεξετάσει το θέμα, η οποία αν δεν κατέληγε σε συμφωνία, παρέπεμπε το πρόβλημα σε άλλη σύνοδο του Α.Σ. ή σε δημοψήφισμα. Το Α.Σ. είχε το δικαίωμα να θεσπίζει τους νόμους της Σοβιετικής Ένωσης, να εκλέγει το προεδρείο του, να σχηματίζει τη σοβιετική κυβέρνηση, να εκλέγει το ανώτατο δικαστήριο τηςΕΣΣΔ και να διορίζει τον γενικό εισαγγελέα. Το προεδρείο συγκαλούσε το Α.Σ. σε συνόδους δύο φορές τον χρόνο. Στις 26 Δεκεμβρίου 1991 το Α.Σ. συνεδρίασε για τελευταία φορά και υιοθέτησε ψήφισμα διάλυσης της ΕΣΣΔ. Ήταν παρόντες 25 βουλευτές από τους 173. Στην τελευταία συνεδρίασή του το Α.Σ. ενέκρινε επίσης ψήφισμα με το οποίο ζητούσε από την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Ο τελευταίος επικεφαλής του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοβιέτ — το, Ν άκλ. 1. (στα ρωσ.) συμβούλιο 2. πρωτογενής μονάδα στη διακυβέρνηση τής πρώην ΕΣΣΔ, με νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες σε επίπεδο πανενωσιακό, αυτόνομης, ομόσπονδης ή ενωσιακής δημοκρατίας, καθώς και επαρχίας, περιφέρειας, πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”